ἐρασίμολπος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(14)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρασίμολπος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγαπά τη [[μολπή]], το [[τραγούδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[έραμαι]] <span style="color: red;">+</span> [[μολπή]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλπω]] «[[τραγουδώ]]»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>μέλπ</i>-].
|mltxt=[[ἐρασίμολπος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγαπά τη [[μολπή]], το [[τραγούδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[έραμαι]] <span style="color: red;">+</span> [[μολπή]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλπω]] «[[τραγουδώ]]»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>μέλπ</i>-].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρᾰσίμολπος:''' песнелюбивая (эпитет Талии) Pind.
}}
}}

Revision as of 09:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰσίμολπος Medium diacritics: ἐρασίμολπος Low diacritics: ερασίμολπος Capitals: ΕΡΑΣΙΜΟΛΠΟΣ
Transliteration A: erasímolpos Transliteration B: erasimolpos Transliteration C: erasimolpos Beta Code: e)rasi/molpos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A delighting in song, of Thalia, Pi.O.14.15.

German (Pape)

[Seite 1017] gesangliebend, Thalia, Pind. Ol. 14, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰσίμολπος: -ον, ὁ τερπόμενος εἰς τὰς μολπάς, τὰ ᾄσματα. περὶ τῆς Θαλείας, Πινδ. Ο. 14. 22.

English (Slater)

ἐρᾰςῐμολπος, -ον
   1 loving song Θαλία τε ἐρασίμολπε (O. 14.16)

Greek Monolingual

ἐρασίμολπος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τη μολπή, το τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος < έραμαι + μολπή (< μέλπω «τραγουδώ»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. μέλπ-].

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰσίμολπος: песнелюбивая (эпитет Талии) Pind.