ἑρμογλυφεύς: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑρμογλυφεύς]], ὁ (AM) [[γλυφεύς]]<br />ο ερμογλύψος. | |mltxt=[[ἑρμογλυφεύς]], ὁ (AM) [[γλυφεύς]]<br />ο ερμογλύψος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑρμογλῠφεύς:''' -έως, ὁ, [[γλύπτης]] των Ερμών· γενικά, [[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ὁ,
A carver of Hermae : generally, statuary, Luc.Somn.2, Plu.2.580e.
German (Pape)
[Seite 1033] ὁ, Hermenschnitzer, übh. Bildhauer, Luc. somn. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμογλῠφεύς: έως, ὁ, γλύπτης Ἑρμῶν· καθόλου, γλύπτης, ἀγαλματοποιός, συναρμοστὴν καὶ ἑρμογλυφέα Λουκ. Ἐνυπν. 2. Πλούτ. 2. 580Ε, πρβλ. Θωμᾶν Μάγιστ. 365, καὶ ἴδε τὴν λ. ἑρμογλύφος.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
sculpteur d’hermès ; statuaire en gén.
Étymologie: Ἑρμῆς, γλύφω.
Greek Monolingual
ἑρμογλυφεύς, ὁ (AM) γλυφεύς
ο ερμογλύψος.
Greek Monotonic
ἑρμογλῠφεύς: -έως, ὁ, γλύπτης των Ερμών· γενικά, γλύπτης, αγαλματοποιός, σε Λουκ.