εσωτρόπιο: Difference between revisions
From LSJ
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σωτρόπι]], το<br /><b>ναυτ.</b> η δεύτερη εσωτερική [[τρόπιδα]] ([[καρίνα]]) που τοποθετείται για [[ενίσχυση]] της κανονικής, εσωτερικής τρόπιδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έσω</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρόπις]]. Πρόκειται για [[απόδοση]] ξεν. όρου ( | |mltxt=και [[σωτρόπι]], το<br /><b>ναυτ.</b> η δεύτερη εσωτερική [[τρόπιδα]] ([[καρίνα]]) που τοποθετείται για [[ενίσχυση]] της κανονικής, εσωτερικής τρόπιδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έσω</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρόπις]]. Πρόκειται για [[απόδοση]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>carlingue</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>]. | ||
}} | }} |