ευάγγελος: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[εὐάγγελος]], -ον)<br />αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου [[πυρός]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επίθ. του Ερμή<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην [[εκκλησία]] («[[εὐάγγελος]] ἀνὴρ [[βιβλίον]] ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άγγελος]] <span style="color: red;"><</span> [[αγγέλλω]], | |mltxt=-ο (ΑΜ [[εὐάγγελος]], -ον)<br />αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου [[πυρός]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επίθ. του Ερμή<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην [[εκκλησία]] («[[εὐάγγελος]] ἀνὴρ [[βιβλίον]] ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άγγελος]] <span style="color: red;"><</span> [[αγγέλλω]], [[πρβλ]]. <i>εξ</i>-[[άγγελος]], <i>κακ</i>-[[άγγελος]], <i>προ</i>-[[άγγελος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ εὐάγγελος, -ον)
αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου πυρός», Αισχύλ.
β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)
αρχ.
1. επίθ. του Ερμή
2. εκκλ. αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην εκκλησία («εὐάγγελος ἀνὴρ βιβλίον ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγγελος < αγγέλλω, πρβλ. εξ-άγγελος, κακ-άγγελος, προ-άγγελος].