εὐδιήγητος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(14) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτόν τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα. | |mltxt=[[εὐδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτόν τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐδιήγητος:''' легко излагаемый: οὐκ εὐδιήγητά ἐστιν Isocr. это с трудом поддается описанию. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to tell, Isoc.19.28, Procop.Aed.4.1, etc.
German (Pape)
[Seite 1062] gut zu erzählen, Isocr. 19, 28.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιήγητος: -ον, εὐκολοδιήγητος, Ἰσοκρ. 389 Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à raconter.
Étymologie: εὖ, διηγέομαι.
Greek Monolingual
εὐδιήγητος, -ον (Α)
αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιήγητος: легко излагаемый: οὐκ εὐδιήγητά ἐστιν Isocr. это с трудом поддается описанию.