ἐττημένος: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(14)
(1b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐττημένος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -<i>ττάω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τFάyω</i>) που απαντά μόνο εν συνθέσει, <b>[[πρβλ]].</b> [[διαττώ]]].
|mltxt=[[ἐττημένος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -<i>ττάω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τFάyω</i>) που απαντά μόνο εν συνθέσει, <b>[[πρβλ]].</b> [[διαττώ]]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[διαττάω]].
}}
}}

Revision as of 01:30, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐττημένος Medium diacritics: ἐττημένος Low diacritics: εττημένος Capitals: ΕΤΤΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: ettēménos Transliteration B: ettēmenos Transliteration C: ettimenos Beta Code: e)tthme/nos

English (LSJ)

η, ον, perf. part. Pass. of *ττάω (cf. δια-ττάω),

   A sifted, Pherecr. 211; ἐττησμένα Hsch.

Greek Monolingual

ἐττημένος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ].

Frisk Etymological English

See also: s. διαττάω.