Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔδροσος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔδροσος]], -ον)<br />[[γεμάτος]] [[δροσιά]] ή δροσερό [[νερό]] («εὔδροσοι παγαί, τόποι, νασμοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δρόσος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔδροσος]], -ον)<br />[[γεμάτος]] [[δροσιά]] ή δροσερό [[νερό]] («εὔδροσοι παγαί, τόποι, νασμοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δρόσος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔδροσος:''' -ον, αυτός που έχει άφθονη [[δροσιά]], αυτός που έχει άφθονο [[νερό]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδροσος Medium diacritics: εὔδροσος Low diacritics: εύδροσος Capitals: ΕΥΔΡΟΣΟΣ
Transliteration A: eúdrosos Transliteration B: eudrosos Transliteration C: eydrosos Beta Code: eu)/drosos

English (LSJ)

ον,

   A with plenteous dew, abounding in water, παγαί E.IA 1517 (lyr.); τόποι Ar.Av.245 (lyr.); νασμοί Aristonous 1.42.

German (Pape)

[Seite 1063] wohlbethaut, wasserreich, παγαί, Eur. I. A. 1517; γῆς τόποι, Ar. Av. 245.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδροσος: -ον, ἔχων ἄφθονον δρόσον, ἄφθονον ὕδωρ, πηγαὶ Εὐρ. Ι. Α. 1517· τόποι Ἀριστοφ. Ὄρν. 245.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
humide de rosée, humide.
Étymologie: εὖ, δρόσος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔδροσος, -ον)
γεμάτος δροσιά ή δροσερό νερό («εὔδροσοι παγαί, τόποι, νασμοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρόσος.

Greek Monotonic

εὔδροσος: -ον, αυτός που έχει άφθονη δροσιά, αυτός που έχει άφθονο νερό, σε Ευρ., Αριστοφ.