εὐγώνιος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐγώνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κανονικές γωνίες<br /><b>2.</b> ο [[τετράγωνος]]<br /><b>3.</b> ο [[ορθογώνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]].
|mltxt=[[εὐγώνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κανονικές γωνίες<br /><b>2.</b> ο [[τετράγωνος]]<br /><b>3.</b> ο [[ορθογώνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐγώνιος:''' -ον (γώνια), αυτός που έχει κανονικές γωνίες, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγώνιος Medium diacritics: εὐγώνιος Low diacritics: ευγώνιος Capitals: ΕΥΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: eugṓnios Transliteration B: eugōnios Transliteration C: evgonios Beta Code: eu)gw/nios

English (LSJ)

ον,

   A with regular angles, X.Oec.4.21, Arist.Pr.912b15; with perfect angles, four square, of blocks, IG22.1666A64, etc.; right-angled, Gal.18(2).856.

German (Pape)

[Seite 1060] gut-, geradwinkelig; Eur. Ion 1037 πλέθρου μῆκος; Xen. Oec. 4, 21 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγώνιος: -ον, ἔχων κανονικὰς γωνίας, Ξεν. Οἰκ. 4, 21, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 1, Εὐρ. Ἴων 1137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux angles réguliers.
Étymologie: εὖ, γωνία.

Greek Monolingual

εὐγώνιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κανονικές γωνίες
2. ο τετράγωνος
3. ο ορθογώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γωνία.

Greek Monotonic

εὐγώνιος: -ον (γώνια), αυτός που έχει κανονικές γωνίες, σε Ξεν.