εὔαθλος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔαθλος]] και εὐάεθλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται με [[επιτυχία]], ο [[νικητής]] («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κερδήθηκε σε [[νίκη]] («εὐάθλων γεράων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αθλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άθλον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πέντ</i>-<i>αθλος</i>]. | |mltxt=[[εὔαθλος]] και εὐάεθλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται με [[επιτυχία]], ο [[νικητής]] («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κερδήθηκε σε [[νίκη]] («εὐάθλων γεράων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αθλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άθλον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πέντ</i>-<i>αθλος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔαθλος:''' -ον, αυτός που έχει κερδηθεί με θεμιτό τρόπο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A successfulin contests, Pi.I.6(5).3. II happily won, γέρα APl.5.363.
German (Pape)
[Seite 1055] glücklich kämpfend, Pind. I. 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
εὔαθλος: -ον, ὁ εὐδοκιμῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Ι. 5 (6). 3· ὡς ὄνομα κύριον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 710. ΙΙ. ὁ καλῶς κερδηθείς, εὐάθλων γεράων Ἀνθ. Πλαν. 4. 363.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui combat avec honneur ou succès;
2 glorieusement disputé.
Étymologie: εὖ, ἆθλον.
Greek Monolingual
εὔαθλος και εὐάεθλος, -ον (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.)
2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ-αθλος].
Greek Monotonic
εὔαθλος: -ον, αυτός που έχει κερδηθεί με θεμιτό τρόπο, σε Ανθ.