εὐκατόρθωτος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατόρθωτος]], -ον)<br />αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («[[εὐκατόρθωτος]] ἡ [[πολιορκία]]», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατ</i>-<i>ορθωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[ορθώ]])]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατόρθωτος]], -ον)<br />αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («[[εὐκατόρθωτος]] ἡ [[πολιορκία]]», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατ</i>-<i>ορθωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[ορθώ]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκατόρθωτος:''' легко завершаемый, без труда доводимый до конца Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easily effected, πολιορκία D.S.34/5.2.45; χειρουργία Heliod. ap. Orib.44.23.23. Adv. -τως Sch.A.R.1.246.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht herzustellen, durchzuführen, Erkl. von εὐήνυτος, Hesych., u. so bei Sp. – Adv., Schol. Ap. Rh. 1, 246.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατόρθωτος: -ον, εὐχερῶς κατορθούμενος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 101. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 246.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, -ον)
αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτος ἡ πολιορκία», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ-ορθωτος (< κατ-ορθώ)].
Russian (Dvoretsky)
εὐκατόρθωτος: легко завершаемый, без труда доводимый до конца Diod.