εύβολος: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει με [[ευστοχία]] τον βόλο, το [[ζάρι]] («[[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη [[ζαριά]]<br /><b>3.</b> ο επιτυχημένος, ο [[εύστοχος]] («[[εὔβολος]] [[ἄγρη]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐβόλως</i><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν [[ευτυχισμένος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />2) [[αντί]] <i>ευβούλως</i><br />3) ευστόχως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), | |mltxt=[[εὔβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει με [[ευστοχία]] τον βόλο, το [[ζάρι]] («[[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη [[ζαριά]]<br /><b>3.</b> ο επιτυχημένος, ο [[εύστοχος]] («[[εὔβολος]] [[ἄγρη]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐβόλως</i><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν [[ευτυχισμένος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />2) [[αντί]] <i>ευβούλως</i><br />3) ευστόχως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>βολος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὔβολος, -ον (Α)
1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)
2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά
3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.).
επίρρ...
εὐβόλως
1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν ευτυχισμένος (Αισχύλ.)
2) αντί ευβούλως
3) ευστόχως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βολος (< βάλλω), πρβλ. αμφί-βολος].