εὔκολλος: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔκολλος]], -ον (Α)<br />αυτός που συγκολλά [[κάτι]] καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται [[κάτι]], ο [[συγκολλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κολλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κολλος</i>, [[αμφί]]-<i>κολλος</i>].
|mltxt=[[εὔκολλος]], -ον (Α)<br />αυτός που συγκολλά [[κάτι]] καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται [[κάτι]], ο [[συγκολλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κολλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κολλος</i>, [[αμφί]]-<i>κολλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔκολλος:''' -ον ([[κόλλα]]), αυτός που κολλάει [[καλά]], [[κολλητικός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκολλος Medium diacritics: εὔκολλος Low diacritics: εύκολλος Capitals: ΕΥΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: eúkollos Transliteration B: eukollos Transliteration C: eykollos Beta Code: eu)/kollos

English (LSJ)

ον, (κόλλα)

   A gluing well, sticky, ἰκμάς AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1075] δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκολλος: -ον, (κόλλα) καλῶς συγκολλῶν, κολλητικός, Ἀνθ. Π. 6. 109.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui colle bien.
Étymologie: εὖ, κόλλα.

Greek Monolingual

εὔκολλος, -ον (Α)
αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά-κολλος, αμφί-κολλος].

Greek Monotonic

εὔκολλος: -ον (κόλλα), αυτός που κολλάει καλά, κολλητικός, σε Ανθ.