εὐθυθάνατος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐθυθάνατος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιφέρει [[γρήγορα]] τον θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]]. | |mltxt=[[εὐθυθάνατος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιφέρει [[γρήγορα]] τον θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐθυθάνᾰτος:''' -ον, αυτός που σκοτώνει [[γρήγορα]], που επιφέρει άμεσο, θανάσιμο [[πλήγμα]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A quick-killing, mortal, πληγή Plu.Ant.76.
German (Pape)
[Seite 1070] sogleich tödtend, πληγή, Plut. Ant. 76.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυθάνατος: -ον, ταχέως φονεύων, θανάσιμος, πληγὴ Πλουτ. Ἀντών. 76.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cause la mort sur-le-champ.
Étymologie: εὐθύς, θάνατος.
Greek Monolingual
εὐθυθάνατος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει γρήγορα τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + θάνατος.
Greek Monotonic
εὐθυθάνᾰτος: -ον, αυτός που σκοτώνει γρήγορα, που επιφέρει άμεσο, θανάσιμο πλήγμα, σε Πλούτ.