εὐλίμενος: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐλίμενος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλά και ασφαλή λιμάνια («εὐλίμενοι ἀκταί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευλίμενο</i><br />(για παραθαλάσσια [[χώρα]]) το να έχει καλά λιμάνια («το ευλίμενο της Ελλάδας»). | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐλίμενος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλά και ασφαλή λιμάνια («εὐλίμενοι ἀκταί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευλίμενο</i><br />(για παραθαλάσσια [[χώρα]]) το να έχει καλά λιμάνια («το ευλίμενο της Ελλάδας»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐλίμενος:''' -ον (λῐμήν), αυτός που έχει [[καλά]] λιμάνια, σε Ευρ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον, (λιμήν)
A with good harbours, ἀκταί E.Hel.1463; [πόλις] εὐλιμενωτέρα Pl.Lg.705a, cf. 704b, 704d; εὐ. ἁλὸς οἶκοι Archestr. Fr.26: c. gen., ἱερὸν παντὸς κύματος εὐλίμενον App.Anth.3.81 (Posidipp.): —alsoεὐλῐμήν,-ένος, πορθμοί Procop.Aed.1.5.
German (Pape)
[Seite 1078] mit schönem Hafen; ἀκταί Eur. Hel. 1464; πόλις Plat. Legg. IV, 704 b; Sp., wie D. Sic. 5, 12; εὐλίμενοι ἁλὸς οἶκοι, vom Hafen selbst, bei Ath. VII, 327 d, wie ὅρμος Hel. 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐλίμενος: -ον, (λιμήν) ἔχων καλοὺς λιμένας, ἀκταὶ Εὐρ. Ἑλ. 1463· πόλις εὐλιμενώτερα Πλάτ. Νόμ. 704C πρβλ. Β· εὐλ. ἁλὸς οἶκοι Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 327D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui offre ou possède un bon port.
Étymologie: εὖ, λιμήν.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐλίμενος, -ον)
αυτός που έχει καλά και ασφαλή λιμάνια («εὐλίμενοι ἀκταί», Ευρ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευλίμενο
(για παραθαλάσσια χώρα) το να έχει καλά λιμάνια («το ευλίμενο της Ελλάδας»).
Greek Monotonic
εὐλίμενος: -ον (λῐμήν), αυτός που έχει καλά λιμάνια, σε Ευρ., Πλάτ.