εὐπτόητος: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπτόητος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που πτοείται εύκολα, ο [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πτοητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πτοώ]])]. | |mltxt=[[εὐπτόητος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που πτοείται εύκολα, ο [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πτοητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πτοώ]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπτόητος:''' легко пугающийся, пугливый (πρὸς [[ἅπαν]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easily scared, πρὸς ἅπαν Plu.2.642a, cf. Sch.A.Th.78.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπτόητος: -ον, εὐκόλως πτοούμενος, πρὸς ἅπαν Πλούτ. 2. 642 Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à effrayer.
Étymologie: εὖ, πτοέω.
Greek Monolingual
εὐπτόητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που πτοείται εύκολα, ο δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτοητός (< πτοώ)].
Russian (Dvoretsky)
εὐπτόητος: легко пугающийся, пугливый (πρὸς ἅπαν Plut.).