ευρετικός: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὑρετικός]], -ή, -όν) [[ευρετής]]<br />ο [[ικανός]], ο [[επιτήδειος]] να βρίσκει πράγματα που [[είναι]] δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα [[τεχνικά]] [[μέσα]] και όργανα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὑρετικός]], -ή, -όν) [[ευρετής]]<br />ο [[ικανός]], ο [[επιτήδειος]] να βρίσκει πράγματα που [[είναι]] δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα [[τεχνικά]] [[μέσα]] και όργανα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ευρετική]]<br />επιστημονική [[αναζήτηση]] και [[συγκέντρωση]] πηγών και μνημείων της ιστορίας<br /><b>αρχ.</b><br />(για λόγο) αυτός που αναφέρεται σε έρευνες ή ανακαλύψεις. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ εὑρετικός, -ή, -όν) ευρετής
ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ευρετική
επιστημονική αναζήτηση και συγκέντρωση πηγών και μνημείων της ιστορίας
αρχ.
(για λόγο) αυτός που αναφέρεται σε έρευνες ή ανακαλύψεις.