εὔπτορθος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔπτορθος]], -ον (Α)<br />(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πτόρθος]] «[[κλαδί]]»].
|mltxt=[[εὔπτορθος]], -ον (Α)<br />(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πτόρθος]] «[[κλαδί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔπτορθος:''' -ον, αυτός που έχει ωραίους κλάδους, λέγεται για κέρατα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπτορθος Medium diacritics: εὔπτορθος Low diacritics: εύπτορθος Capitals: ΕΥΠΤΟΡΘΟΣ
Transliteration A: eúptorthos Transliteration B: euptorthos Transliteration C: eyptorthos Beta Code: eu)/ptorqos

English (LSJ)

ον,

   A finely branching, of horns, APl.4.96.4.

German (Pape)

[Seite 1092] schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπτορθος: -ον, ἔχων ὡραίους κλάδους, «εὔκλαδος» (Σουΐδ), ἐπὶ κεράτων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou nombreuses branches.
Étymologie: εὖ, πτόρθος.

Greek Monolingual

εὔπτορθος, -ον (Α)
(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτόρθος «κλαδί»].

Greek Monotonic

εὔπτορθος: -ον, αυτός που έχει ωραίους κλάδους, λέγεται για κέρατα, σε Ανθ.