εὔτηκτος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔτηκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τήκεται εύκολα, που λειώνει εύκολα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔτηκτο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευτηξία]], η εύκολη [[τήξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τηκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τήκω]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔτηκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τήκεται εύκολα, που λειώνει εύκολα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔτηκτο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευτηξία]], η εύκολη [[τήξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τηκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τήκω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔτηκτος:''' легко расплавляющийся, быстро растворяющийся (τὸ ἁλμυρόν Arst.).
}}
}}

Revision as of 21:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτηκτος Medium diacritics: εὔτηκτος Low diacritics: εύτηκτος Capitals: ΕΥΤΗΚΤΟΣ
Transliteration A: eútēktos Transliteration B: eutēktos Transliteration C: eytiktos Beta Code: eu)/thktos

English (LSJ)

ον,

   A easily melted or dissolved, Arist.Pr.865b1 (Comp.), de An.422a19, LXX Wi.19.21, Man.6.524: hence εὐτηξία, ἡ, fusibility, Arist.Mir.834a7.

German (Pape)

[Seite 1102] leicht zu schmelzen, Arist. de anim. 3, 10 probl. 1, 50 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτηκτος: -ον, εὐκόλως τηκόμενος ἢ διαλυόμενος, Ἀριστ. Πρβλ. 1. 50, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔτηκτος, -ον)
1. αυτός που τήκεται εύκολα, που λειώνει εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔτηκτο(ν)
η ευτηξία, η εύκολη τήξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τηκτός (< τήκω)].

Russian (Dvoretsky)

εὔτηκτος: легко расплавляющийся, быстро растворяющийся (τὸ ἁλμυρόν Arst.).