ἐφηβοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἐφηβοσύνη]]) [[έφηβος]]<br />η [[ηλικία]] του εφήβου, η νεανική [[ηλικία]], η [[εφηβότητα]]. | |mltxt=η (Α [[ἐφηβοσύνη]]) [[έφηβος]]<br />η [[ηλικία]] του εφήβου, η νεανική [[ηλικία]], η [[εφηβότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐφηβοσύνη:''' ἡ, [[ηλικία]] του <i>ἐφήβου</i>, [[εφηβεία]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A age of an ἔφηβος, adolescence, AP6.282.6 (Theod.).
German (Pape)
[Seite 1117] ἡ, das Jünglingsalter, Alter u. Stand des ἔφηβος, Theodorid. 3 (VI, 282).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφηβοσύνη: ἡ, ἡλικία τοῦ ἐφήβου, ἡ νεανικὴ ἡλικία, Ἀνθ. Π. 6. 282.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.
Greek Monolingual
η (Α ἐφηβοσύνη) έφηβος
η ηλικία του εφήβου, η νεανική ηλικία, η εφηβότητα.