ἐφηβοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐφηβοσύνη]]) [[έφηβος]]<br />η [[ηλικία]] του εφήβου, η νεανική [[ηλικία]], η [[εφηβότητα]].
|mltxt=η (Α [[ἐφηβοσύνη]]) [[έφηβος]]<br />η [[ηλικία]] του εφήβου, η νεανική [[ηλικία]], η [[εφηβότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφηβοσύνη:''' ἡ, [[ηλικία]] του <i>ἐφήβου</i>, [[εφηβεία]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφηβοσύνη Medium diacritics: ἐφηβοσύνη Low diacritics: εφηβοσύνη Capitals: ΕΦΗΒΟΣΥΝΗ
Transliteration A: ephēbosýnē Transliteration B: ephēbosynē Transliteration C: efivosyni Beta Code: e)fhbosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A age of an ἔφηβος, adolescence, AP6.282.6 (Theod.).

German (Pape)

[Seite 1117] ἡ, das Jünglingsalter, Alter u. Stand des ἔφηβος, Theodorid. 3 (VI, 282).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφηβοσύνη: ἡ, ἡλικία τοῦ ἐφήβου, ἡ νεανικὴ ἡλικία, Ἀνθ. Π. 6. 282.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.

Greek Monolingual

η (Α ἐφηβοσύνη) έφηβος
η ηλικία του εφήβου, η νεανική ηλικία, η εφηβότητα.

Greek Monotonic

ἐφηβοσύνη: ἡ, ηλικία του ἐφήβου, εφηβεία, σε Ανθ.