έχει: Difference between revisions
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(15) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ ἔχει)<br /><b>1.</b> [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> [[πλούτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άκλιτος [[τύπος]] που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. <i>έχειν</i> του ρ. <i>έχω</i> (I) (με σίγηση του ληκτικού -<i>ν</i>)<br /> | |mltxt=το (Μ ἔχει)<br /><b>1.</b> [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> [[πλούτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άκλιτος [[τύπος]] που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. <i>έχειν</i> του ρ. <i>έχω</i> (I) (με σίγηση του ληκτικού -<i>ν</i>)<br />πρβλ. το [[φιλί]], ορθότ. το <i>φιλεί</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλεῖν</i>]. | ||
}} | }} |