ζαφελής: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(16)
m (Text replacement - "" to "·")
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζᾰφελής''': -ές, [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], μετ’ ἐπιρρ. -λῶς, Ἡσύχ.πρβλ. ἐπιζαφελῶς κατὰ τὸν Σουΐδ., = [[πάνυ]] [[ἀφελής]]. Ἐν Νικ. Ἀλ. 568 ἔχομεν πυρὸς ζαφέλοιο (ἐκ τοῦ ζάφελος, ον, [[ὅπερ]] ἀναφέρεται ἐν τῷ Ε. Μ.), ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ζαφλέγοιο.
|lstext='''ζᾰφελής''': -ές, [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], μετ’ ἐπιρρ. -λῶς, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐπιζαφελῶς· κατὰ τὸν Σουΐδ., = [[πάνυ]] [[ἀφελής]]. Ἐν Νικ. Ἀλ. 568 ἔχομεν πυρὸς ζαφέλοιο (ἐκ τοῦ ζάφελος, ον, [[ὅπερ]] ἀναφέρεται ἐν τῷ Ε. Μ.), ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ζαφλέγοιο.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζαφελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ορμητικός]], [[βίαιος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πάνυ]] [[αφελής]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζαφελῶς</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεγαλοκότως», βιαίως.
|mltxt=[[ζαφελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ορμητικός]], [[βίαιος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πάνυ]] [[αφελής]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζαφελῶς</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεγαλοκότως», βιαίως.
}}
}}

Revision as of 16:58, 6 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰφελής: -ές, ὁρμητικός, βίαιος, μετ’ ἐπιρρ. -λῶς, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐπιζαφελῶς· κατὰ τὸν Σουΐδ., = πάνυ ἀφελής. Ἐν Νικ. Ἀλ. 568 ἔχομεν πυρὸς ζαφέλοιο (ἐκ τοῦ ζάφελος, ον, ὅπερ ἀναφέρεται ἐν τῷ Ε. Μ.), ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ζαφλέγοιο.

Greek Monolingual

ζαφελής, -ές (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ορμητικός, βίαιος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πάνυ αφελής».
επίρρ...
ζαφελῶς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεγαλοκότως», βιαίως.