ἡβήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
(16) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ivitor | |Transliteration C=ivitor | ||
|Beta Code=h(bh/twr | |Beta Code=h(bh/twr | ||
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense" | |Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ἡβητήρ]], [[κίχλαι]] <span class="bibl">Matro <span class="title">Conv.</span> 78</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:00, 12 December 2020
English (LSJ)
ορος, ὁ, A = ἡβητήρ, κίχλαι Matro Conv. 78.
German (Pape)
[Seite 1149] ορος, ὁ, = ἡβητήρ; κίχλαι ἡβήτορες Matro bei Ath. IV, 136 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἡβήτωρ: -ορος, ὁ, = ἡβητήρ, ἡβητής, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C.
Greek Monolingual
ἡβήτωρ, ὁ (Α)
ηβητής, νέος, ακμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. -ητωρ (πρβλ. ηγ-ήτωρ, οικ-ήτωρ). Παράλληλος τ. του ηβητήρ
στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.].