ηλιτόμηνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠλιτόμηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε πρόωρα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἠλιτόμηνον</i><br />η πρόωρη [[γέννηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αλιτ</i>- του αορ. <i>αλιτείν</i> «[[διαπράττω]] [[σφάλμα]] εις [[βάρος]] κάποιου» (<b>βλ. λ.</b> [[αλείτης]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μην</i> «[[μήνας]]»). Το αρχικό [[φωνήεν]] εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -<i>ο</i>-, που στην [[εξέλιξη]] της γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό [[φωνήεν]] του α' συνθετικού με το β' στα [[σύνθετα]], εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη [[αντί]] του συνηθέστερου -<i>ε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγχέμαχος]], <i>εχέβοιος</i>) σε ορισμένα [[άπαξ]] λεγόμενα, όπως <i>αμαρτο</i>-<i>επής</i>, <i>ηλιτό</i>-<i>μηνος</i>, <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]] κ.ά.].
|mltxt=[[ἠλιτόμηνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε πρόωρα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἠλιτόμηνον</i><br />η πρόωρη [[γέννηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αλιτ</i>- του αορ. <i>αλιτείν</i> «[[διαπράττω]] [[σφάλμα]] εις [[βάρος]] κάποιου» (<b>βλ. λ.</b> [[αλείτης]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μην</i> «[[μήνας]]»). Το αρχικό [[φωνήεν]] εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -<i>ο</i>-, που στην [[εξέλιξη]] της γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό [[φωνήεν]] του α' συνθετικού με το β' στα [[σύνθετα]], εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη [[αντί]] του συνηθέστερου -<i>ε</i>- ([[πρβλ]]. [[αγχέμαχος]], <i>εχέβοιος</i>) σε ορισμένα [[άπαξ]] λεγόμενα, όπως <i>αμαρτο</i>-<i>επής</i>, <i>ηλιτό</i>-<i>μηνος</i>, <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]] κ.ά.].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἠλιτόμηνος, -ον (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε πρόωρα
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠλιτόμηνον
η πρόωρη γέννηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλιτ- του αορ. αλιτείν «διαπράττω σφάλμα εις βάρος κάποιου» (βλ. λ. αλείτης) + -μηνος (< μην «μήνας»). Το αρχικό φωνήεν εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -ο-, που στην εξέλιξη της γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό φωνήεν του α' συνθετικού με το β' στα σύνθετα, εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη αντί του συνηθέστερου -ε- (πρβλ. αγχέμαχος, εχέβοιος) σε ορισμένα άπαξ λεγόμενα, όπως αμαρτο-επής, ηλιτό-μηνος, φυγο-πτόλεμος κ.ά.].