ἡσύχιμος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡσύχιμος]] και δωρ. τ. ἁσύχιμος, -ον (Α)<br />[[ήσυχος]] («ἁσύχιμον ἁμέραν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[ήσυχος]]].
|mltxt=[[ἡσύχιμος]] και δωρ. τ. ἁσύχιμος, -ον (Α)<br />[[ήσυχος]] («ἁσύχιμον ἁμέραν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[ήσυχος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡσύχιμος:''' Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = [[ἥσυχος]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχιμος Medium diacritics: ἡσύχιμος Low diacritics: ησύχιμος Capitals: ΗΣΥΧΙΜΟΣ
Transliteration A: hēsýchimos Transliteration B: hēsychimos Transliteration C: isychimos Beta Code: h(su/ximos

English (LSJ)

Dor. ἁσ- (v.l. ἡσ-), ον,

   A = ἥσυχος, ἁμέρα Pi.O.2.32.

German (Pape)

[Seite 1178] = ἥσυχος, dor. ἁσύχιμος ἁμέρα Pind. Ol. 2, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, ον = ἥσυχος, ἁμέρα Πίνδ. Ο. 2. 58.

English (Slater)

ἡςῠχῐμος, -ον
   1 peaceful οὐδ' ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε παῖδ ἀελίου ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν (Mommsen: ἁσύχιμον codd.) (O. 2.32)

Greek Monolingual

ἡσύχιμος και δωρ. τ. ἁσύχιμος, -ον (Α)
ήσυχος («ἁσύχιμον ἁμέραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ήσυχος].

Greek Monotonic

ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = ἥσυχος, σε Πίνδ.