θέλγητρο: Difference between revisions

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[θέλγητρον]]) [[θέλγω]]<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει [[κάποιος]], [[μέσο]] γοητείας, [[γοητεία]], [[χάρη]]<br /><b>2.</b> μαγικό [[μέσο]] για τον έρωτα, ερωτικό [[φίλτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θέλγ</i>-<i>ω</i>. Η κατάλ. -<i>η</i>-<i>τρον</i> παρεκτεταμένος τ. της -<i>τρον</i>, αναλογικά [[προς]] τ. όπως [[φόβη]]-<i>τρον</i>. Το ρ. [[θέλγω]] σχημάτισε μια [[σειρά]] παραγώγων με τις συγγενείς δηλωτικές του οργάνου καταλήξεις -<i>τρον</i> (<i>θέλκ</i>-<i>τρον</i>, με διαφ. [[ανάγνωση]] <i>θελκ</i>-<i>τύς</i>) και -<i>τήριον</i> (<i>θελκ</i>-<i>τήριον</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[θελκτήριος]]). Συναφής και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θέλκ</i>-<i>ταρ</i>].
|mltxt=το (AM [[θέλγητρον]]) [[θέλγω]]<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει [[κάποιος]], [[μέσο]] γοητείας, [[γοητεία]], [[χάρη]]<br /><b>2.</b> μαγικό [[μέσο]] για τον έρωτα, ερωτικό [[φίλτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θέλγ</i>-<i>ω</i>. Η κατάλ. -<i>η</i>-<i>τρον</i> παρεκτεταμένος τ. της -<i>τρον</i>, αναλογικά [[προς]] τ. όπως [[φόβη]]-<i>τρον</i>. Το ρ. [[θέλγω]] σχημάτισε μια [[σειρά]] παραγώγων με τις συγγενείς δηλωτικές του οργάνου καταλήξεις -<i>τρον</i> (<i>θέλκ</i>-<i>τρον</i>, με διαφ. [[ανάγνωση]] <i>θελκ</i>-<i>τύς</i>) και -<i>τήριον</i> (<i>θελκ</i>-<i>τήριον</i>, [[πρβλ]]. [[θελκτήριος]]). Συναφής και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θέλκ</i>-<i>ταρ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM θέλγητρον) θέλγω
1. αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει κάποιος, μέσο γοητείας, γοητεία, χάρη
2. μαγικό μέσο για τον έρωτα, ερωτικό φίλτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ-ω. Η κατάλ. -η-τρον παρεκτεταμένος τ. της -τρον, αναλογικά προς τ. όπως φόβη-τρον. Το ρ. θέλγω σχημάτισε μια σειρά παραγώγων με τις συγγενείς δηλωτικές του οργάνου καταλήξεις -τρον (θέλκ-τρον, με διαφ. ανάγνωση θελκ-τύς) και -τήριον (θελκ-τήριον, πρβλ. θελκτήριος). Συναφής και η γλώσσα του Ησυχίου θέλκ-ταρ].