θερίστριον: Difference between revisions

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θερίστριον]], τὸ (Α)<br />ελαφρό θερινό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[θέριστρον]]].
|mltxt=[[θερίστριον]], τὸ (Α)<br />ελαφρό θερινό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[θέριστρον]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θερίστριον:''' τό ([[θερίζω]]), ελαφρύ καλοκαιρινό [[ένδυμα]], αντίθ. προς το <i>χειμάστριον</i>, σε Θεόκρ.· ομοίως [[θέριστρον]], <i>τό</i>, σε Ανθ. Π.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερίστριον Medium diacritics: θερίστριον Low diacritics: θερίστριον Capitals: ΘΕΡΙΣΤΡΙΟΝ
Transliteration A: therístrion Transliteration B: theristrion Transliteration C: theristrion Beta Code: qeri/strion

English (LSJ)

τό,

   A light summer garment, Theoc.15.69, Aristaenet. 1.27.

German (Pape)

[Seite 1201] τό, = Folgdm, oder dim., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

θερίστριον: τό, ἐλαφρὸν θερινὸν ἔνδυμα, ἀντίθετον τῷ χειμάστριον, οἴμοι δειλαία, δίχα μευ τὸ θερίστριον ἤδη ἔσχισται Θεόκρ. 15. 69, Ἀρισταίν. 1. 27· πρβλ. Müller Archäol. Kunst § 394. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tissu fin et léger dont on s’enveloppait l’été comme d’un vêtement ou d’un voile.
Étymologie: θερίζω.

Greek Monolingual

θερίστριον, τὸ (Α)
ελαφρό θερινό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θέριστρον].

Greek Monotonic

θερίστριον: τό (θερίζω), ελαφρύ καλοκαιρινό ένδυμα, αντίθ. προς το χειμάστριον, σε Θεόκρ.· ομοίως θέριστρον, τό, σε Ανθ. Π.