θυμοσοφικός: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμοσοφικός]], -ή, -όν) [[θυμόσοφος]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[θυμοσοφία]] ή στον θυμόσοφο. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμοσοφικός]], -ή, -όν) [[θυμόσοφος]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[θυμοσοφία]] ή στον θυμόσοφο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θῡμοσοφικός:''' -ή, -όν, [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A clever, Ar.V.1280 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1225] ή, όν, weise durch eigene Einsicht (ἀπὸ σοφῆς φύσεως αὐτόματος), im superlat., Ar. Vesp. 1280.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς θυμόσοφον, εὐφυής, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1280.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’une nature raisonnable, intelligente.
Étymologie: θυμόσοφος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θυμοσοφικός, -ή, -όν) θυμόσοφος
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη θυμοσοφία ή στον θυμόσοφο.
Greek Monotonic
θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ευφυής, πνευματώδης, σε Αριστοφ.