ἱερή: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(17)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ (Α [[ἱερή]], αττ. τ. [[ἱερά]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />θηλ. του επιθ. [[ιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ιέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του αττ. <i>ιερά</i>].
|mltxt=ἡ (Α [[ἱερή]], αττ. τ. [[ἱερά]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />θηλ. του επιθ. [[ιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ιέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του αττ. <i>ιερά</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱερή:''' ἡ, = [[ἱέρεια]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερή Medium diacritics: ἱερή Low diacritics: ιερή Capitals: ΙΕΡΗ
Transliteration A: hierḗ Transliteration B: hierē Transliteration C: ieri Beta Code: i(erh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἱέρεια, AP7.733 (Diotim., nisi leg. ἱερῆ): Att. ἱερά Pl. ap.AB100.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερή: ἡ, = ἱέρεια, (ὡς βασίλη ἀντὶ βασίλεια), Συλλ. Ἐπιγρ. 2108, Ἀνθ. Π. 7. 733, Ἀττ. ἱερά, Πλάτ. ἐν Α. Β. 100. Πρβλ. μελλιέρη, παριέρη.

Greek Monolingual

ἡ (Α ἱερή, αττ. τ. ἱερά)
νεοελλ.
θηλ. του επιθ. ιερός
αρχ.
η ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του αττ. ιερά].

Greek Monotonic

ἱερή: ἡ, = ἱέρεια, σε Ανθ.