μελλιέρη

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλῐέρη Medium diacritics: μελλιέρη Low diacritics: μελλιέρη Capitals: ΜΕΛΛΙΕΡΗ
Transliteration A: melliérē Transliteration B: mellierē Transliteration C: mellieri Beta Code: mellie/rh

English (LSJ)

ἡ, probationary priestess, novice, Plu.2.795e.

German (Pape)

[Seite 125] ἡ, die im Begriff ist, bestimmt ist, Priesterinn zu werden, Plut. an seni 24.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prêtresse qui fait son noviciat.
Étymologie: μέλλω, ἱέρη.

Russian (Dvoretsky)

μελλιέρη:готовящаяся стать жрицей Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελλιέρη: ἡ, ἡ μέλλουσα νὰ γείνῃ ἱέρεια, δόκιμος ἱέρεια, Πλούτ. 2. 795D.

Greek Monolingual

μελλιέρη, ἡ (Α)
(στην Έφεσο) αυτή που πρόκειται να γίνει ιέρεια («καὶ τῶν ἐν Ἐφέσῳ περὶ τὴν Ἄρτεμιν ὁμοίως ἑκάστου μελλιέρην τὸ πρῶτον, εἶθ' ἱέρην, τὸ δὲ τρίτον παριέρην καλοῦσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἱέρεια.