μελλιέρη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, probationary priestess, novice, Plu.2.795e.
German (Pape)
[Seite 125] ἡ, die im Begriff ist, bestimmt ist, Priesterinn zu werden, Plut. an seni 24.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
prêtresse qui fait son noviciat.
Étymologie: μέλλω, ἱέρη.
Russian (Dvoretsky)
μελλιέρη: ἡ готовящаяся стать жрицей Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μελλιέρη: ἡ, ἡ μέλλουσα νὰ γείνῃ ἱέρεια, δόκιμος ἱέρεια, Πλούτ. 2. 795D.
Greek Monolingual
μελλιέρη, ἡ (Α)
(στην Έφεσο) αυτή που πρόκειται να γίνει ιέρεια («καὶ τῶν ἐν Ἐφέσῳ περὶ τὴν Ἄρτεμιν ὁμοίως ἑκάστου μελλιέρην τὸ πρῶτον, εἶθ' ἱέρην, τὸ δὲ τρίτον παριέρην καλοῦσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἱέρεια.