βασίλη
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
ἡ,
A = βασίλεια, queen, princess, S.Fr.310, cf. Hdn.Gr.1.275.
2 a divinity, worshipped with Neleus and Codrus at Athens, IG12.94, Pl.Chrm.153a.
Spanish (DGE)
(βᾰσίλη) -ης, ἡ
• Prosodia: [-ῐ-]
reina, princesa de sangre real de Ifigenia, S.Fr.310, Hdn.Gr.1.275, St.Byz.s.u. Ἀγάμμεια.
German (Pape)
[Seite 437] ἡ, = βασίλεια, Soph. frg. 292.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσίλη: ἡ, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ βασίλειᾰ, βασίλισσα, ἡγεμονίς. Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀγάμμεια· «λέγεται δὲ καὶ Ἀγάμμη, ὡς πρέσβεια πρέσβη καὶ τὸ βασίλεια κατὰ συναλοιφὴν βασίλη», Σοφ. Ἀποσπ. 292, Ἡσύχ., οὕτως ὁ Δινδόρφ. ἐν Πινδ. Ν. 1. 59 ἀντὶ βασίλεια. 2) θεὰ ἔχουσα ἱερὸν ἐν Ἀθήναις λατρευομένη μετὰ τοῦ Νηλέως, CIA IV 2, 53a, Πλάτ. Χαρμ. 153a (ὅπου ἐσφαλμ. γράφεται βασιλικῆς). Πρβλ. Hermes XXX.1895, 268· γενική τις βασιλέας ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 768. 8.