ἱππαστήρ: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππαστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[ιππάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ιππευτής]], [[ιππέας]], [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο [[ίππος]] («ἱππαστὴρ [[κημός]]» — το [[φίμωτρο]] με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |mltxt=[[ἱππαστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[ιππάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ιππευτής]], [[ιππέας]], [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο [[ίππος]] («ἱππαστὴρ [[κημός]]» — το [[φίμωτρο]] με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππαστήρ:''' ῆρος adj. m служащий для верховой езды, конский ([[κημός]], [[μύωψ]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,= sq., metaph. of the μύωψ, AP5.202 (Asclep.); κημός ib.7.424 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1258] ῆρος, ὁ, der Reiter, zum Reiten gehörig; μύωψ, κημός, Asclpds. 30 Antp. Sid. 87 (V, 203. VII, 424).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ. ΙΙ. Ἀνθολ. Π. 5. 203, 7. 424.
Greek Monolingual
ἱππαστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) ιππάζομαι
1. ιππευτής, ιππέας, έφιππος
2. αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο ίππος («ἱππαστὴρ κημός» — το φίμωτρο με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, Ανθ. Παλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἱππαστήρ: ῆρος adj. m служащий для верховой езды, конский (κημός, μύωψ Anth.).