ἰσημερία: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(18)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰσημερία]])<br /><b>βλ.</b> [[ισημέριος]].
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰσημερία]])<br /><b>βλ.</b> [[ισημέριος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσημερία:''' ἡ равноденствие (ἰσημερίαι τε καὶ τροπαί Plat.): ἰ. ἐαρινή Arst. весеннее равноденствие; ἰ. μετοπωρινή или φθινοπωρινή Arst., Plut. осеннее равноденствие.
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσημερία Medium diacritics: ἰσημερία Low diacritics: ισημερία Capitals: ΙΣΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: isēmería Transliteration B: isēmeria Transliteration C: isimeria Beta Code: i)shmeri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A equinox, ἰ. ἐαρινή, μετοπωρινή, ὀπωρινή, Arist.Mete.364b1,2,371b30; φθινοπωρινή Id.HA570b14, etc.: in pl., Hp.Aër.11, Pl.Ax.370c, Porph.Antr. 24.

German (Pape)

[Seite 1263] ἡ, Tag- u. Nachtgleiche, Plat. Ax. 370 b; ἐαρινή, Frühlings-, Arist. H. A. 6, 17, φθινοπωρινή, Herbst-, ib. 8, 12; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσημερία: ἡ, ἡ ὥρα τοῦ ἔτους καθ’ ἣν ἡ ἡμέρα εἶναι ἴση μὲ τὴν νύκτα, ἰσ. ἐαρινὴ καὶ μετοπωρινὴ ἢ φθινοπωρινὴ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 16, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 5, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· ἴδε ἰσαμέριος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
équinoxe.
Étymologie: ἴσος, ἡμέρα.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσημερία)
βλ. ισημέριος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσημερία: ἡ равноденствие (ἰσημερίαι τε καὶ τροπαί Plat.): ἰ. ἐαρινή Arst. весеннее равноденствие; ἰ. μετοπωρινή или φθινοπωρινή Arst., Plut. осеннее равноденствие.