καθαρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την [[καθαρεύουσα]] στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο [[καθαρευουσιάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχρο</i>-[[λόγος]], <i>ακριβο</i>-[[λόγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο].
|mltxt=ο<br />αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την [[καθαρεύουσα]] στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο [[καθαρευουσιάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. <i>αισχρο</i>-[[λόγος]], <i>ακριβο</i>-[[λόγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο καθαρευουσιάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρο-λόγος, ακριβο-λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο].