καθημέραν: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(18)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθημέραν]] και καθ' ήμέραν (AM)<br /><b>επίρρ.</b> καθημερινά, [[κάθε]] [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. «<i>καθ</i>' <i>ἡμέραν</i>»].
|mltxt=[[καθημέραν]] και καθ' ήμέραν (AM)<br /><b>επίρρ.</b> καθημερινά, [[κάθε]] [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. «<i>καθ</i>' <i>ἡμέραν</i>»].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθημέραν:''' adv. = καθ᾽ ἡμέραν.
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1285] d. i. καθ' ἡμέραν, täglich, besser getrennt geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

καθημέραν: Ἐπίρρ., βέλτιον διῃρημένως: καθ’ ἡμέραν, τῆς καθημέραν διαίτης, τῆς καθημερινῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 11. 359Α.

Greek Monolingual

καθημέραν και καθ' ήμέραν (AM)
επίρρ. καθημερινά, κάθε μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ' ἡμέραν»].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθημέραν: adv. = καθ᾽ ἡμέραν.