ισχυρόστομος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰσχυρόστομος, -ον (Α)<br />(για [[πτηνό]]) αυτό που έχει ισχυρό [[ράμφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>, <i>θρασύ</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=ἰσχυρόστομος, -ον (Α)<br />(για [[πτηνό]]) αυτό που έχει ισχυρό [[ράμφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>, <i>θρασύ</i>-<i>στομος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχυρόστομος, -ον (Α)
(για πτηνό) αυτό που έχει ισχυρό ράμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος, θρασύ-στομος].