καινολογία: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(18)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινολογία]], ἡ (Α) [[καινολόγος]]<br />[[καινούργιος]] [[λεκτικός]] [[τρόπος]], ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη [[φρασεολογία]].
|mltxt=[[καινολογία]], ἡ (Α) [[καινολόγος]]<br />[[καινούργιος]] [[λεκτικός]] [[τρόπος]], ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη [[φρασεολογία]].
}}
{{elru
|elrutext='''καινολογία:''' ἡ новый язык, небывалый оборот речи Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινολογία Medium diacritics: καινολογία Low diacritics: καινολογία Capitals: ΚΑΙΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kainología Transliteration B: kainologia Transliteration C: kainologia Beta Code: kainologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A strange language or phraseology, Plb.38.9.2, D.H.Lys.3; telling of strange tales, κ. τίς ἐστιν ὁ μῦθος Str.1.2.8.

German (Pape)

[Seite 1294] ἡ, neue, ungewöhnliche Sprache oder Redensart, Pol. 38, 1 D. Hal. de Lys. 3, vgl. Plut. adv. St. 20.

Greek (Liddell-Scott)

καινολογία: ἡ, καινὸς τρόπος τοῦ λέγειν, ἀσυνήθης, παράδοξος φρασιολογία, Πολύβ. 38. 1, 1, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. σ. 458· ― καινολόγος, ον, μεταχειριζόμενος νέας φράσεις, Εὐστ. 1801. 27.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
langage nouveau, nouvelle manière de s’exprimer.
Étymologie: καινός, λόγος.

Greek Monolingual

καινολογία, ἡ (Α) καινολόγος
καινούργιος λεκτικός τρόπος, ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη φρασεολογία.

Russian (Dvoretsky)

καινολογία: ἡ новый язык, небывалый оборот речи Polyb., Plut.