κακοβουλία: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κακοβουλία]]) [[κακόβουλος]]<br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κακόβουλος]], [[εμπάθεια]], [[μοχθηρία]].
|mltxt=η (AM [[κακοβουλία]]) [[κακόβουλος]]<br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κακόβουλος]], [[εμπάθεια]], [[μοχθηρία]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοβουλία:''' ἡ дурное наставление, плохой совет Plut., Diog. L.
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοβουλία Medium diacritics: κακοβουλία Low diacritics: κακοβουλία Capitals: ΚΑΚΟΒΟΥΛΙΑ
Transliteration A: kakoboulía Transliteration B: kakoboulia Transliteration C: kakovoulia Beta Code: kakobouli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ill-advisedness, J.BJ2.11.3, D.L.7.93, Quint.Ps.138(139).20, prob. in POxy.1101.7 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, das Wesen des κακόβουλος, das Schlechtberathensein, schlechter Rath; Ios.; D. L. 7, 93.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοβουλία: ἡ, τὸ κακῶς βουλεύεσθαι, Διογ. Λ. 7. 93, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 11. 3.

Greek Monolingual

η (AM κακοβουλία) κακόβουλος
το να είναι κανείς κακόβουλος, εμπάθεια, μοχθηρία.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοβουλία: ἡ дурное наставление, плохой совет Plut., Diog. L.