κακότυχος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(18) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κακότυχος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[άτυχος]], [[κακόμοιρος]], [[δύστυχος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[δυστυχία]], [[συμφορά]] («ὤχου καιρὸς [[κακότυχος]]», Σουμμ.)<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[πονηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακότυχα</i> (Μ κακότυχα)<br />με [[δυστυχία]], άτυχα, άθλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κακοτυχής]] ( | |mltxt=-η, -ο (Μ [[κακότυχος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[άτυχος]], [[κακόμοιρος]], [[δύστυχος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[δυστυχία]], [[συμφορά]] («ὤχου καιρὸς [[κακότυχος]]», Σουμμ.)<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[πονηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακότυχα</i> (Μ κακότυχα)<br />με [[δυστυχία]], άτυχα, άθλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κακοτυχής]] ([[πρβλ]]. και [[άτυχος]] <span style="color: red;"><</span> [[ατυχής]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:16, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κακότυχος, -ον)
αυτός που έχει κακή τύχη, άτυχος, κακόμοιρος, δύστυχος
μσν.
1. αυτός που φέρνει δυστυχία, συμφορά («ὤχου καιρὸς κακότυχος», Σουμμ.)
2. κακός, πονηρός.
επίρρ...
κακότυχα (Μ κακότυχα)
με δυστυχία, άτυχα, άθλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κακοτυχής (πρβλ. και άτυχος < ατυχής)].