καλαμηφάγος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλαμηφάγος]], -ον (Α)<br />αυτός που κόβει, που θερίζει το [[καλάμι]] του σταριού («[[δρέπανον]] καλαμηφάγον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] (ο τ. <i>καλαμη</i>-χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- <b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του [[ἐσθίω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κρεατο</i>-[[φάγος]], <i>χορτο</i>-[[φάγος]].
|mltxt=[[καλαμηφάγος]], -ον (Α)<br />αυτός που κόβει, που θερίζει το [[καλάμι]] του σταριού («[[δρέπανον]] καλαμηφάγον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] (ο τ. <i>καλαμη</i>-χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- <b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του [[ἐσθίω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κρεατο</i>-[[φάγος]], <i>χορτο</i>-[[φάγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλᾰμηφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[φαγεῖν]]), αυτός που κατατρώει τα καλάμια, δηλ. τα θερίζει, τα κόβει, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμηφάγος Medium diacritics: καλαμηφάγος Low diacritics: καλαμηφάγος Capitals: ΚΑΛΑΜΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kalamēphágos Transliteration B: kalamēphagos Transliteration C: kalamifagos Beta Code: kalamhfa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A devouring reeds, i.e. cutting or trimming pens, Χάλυψ AP6.65.3 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 1306] Halme abfressend, abmähend, χάλυψ Paul. Sil. 51 (VI, 65).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange ou détruit le chaume, la paille.
Étymologie: καλάμη, φαγεῖν.

Greek Monolingual

καλαμηφάγος, -ον (Α)
αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι του σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη-χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. αόρ. -φαγ-ον του ἐσθίω), πρβλ. κρεατο-φάγος, χορτο-φάγος.

Greek Monotonic

κᾰλᾰμηφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που κατατρώει τα καλάμια, δηλ. τα θερίζει, τα κόβει, σε Ανθ.