κάμπη: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ (AM [[κάμπη]])<br /><b>βλ.</b> [[κάμπια]].———————— <b>(II)</b><br />[[κάμπη]], ἡ (Α)<br />μυθικό [[τέρας]] της Ινδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αποτελεί πιθ. δάνεια λ. ή ίσως και ταυτίζεται με το [[κάμπη]] (Ι)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ (AM [[κάμπη]])<br /><b>βλ.</b> [[κάμπια]].———————— <b>(II)</b><br />[[κάμπη]], ἡ (Α)<br />μυθικό [[τέρας]] της Ινδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αποτελεί πιθ. δάνεια λ. ή ίσως και ταυτίζεται με το [[κάμπη]] (Ι)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάμπη:''' ἡ<b class="num">1)</b> гусеница Arst.;<br /><b class="num">2)</b> кампа (баснословное чудовище в Ливии, убитое Дионисом) Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A caterpillar, Hp.Superf.28, Aristopho 10.4, LXXAm.4.9, etc.; of the silk-worm, Arist.HA551b11, Thphr.HP4.14.9. 2 ornament of this shape, dub. in IG12(5).134.13 (Paros). II a fabulous Indian monster, D.S.3.72, Nonn.D.18.237; cf. κάμπος.
German (Pape)
[Seite 1318] ἡ, die Spannenraupe, die sich durch Zusammenkrümmen fortschnellt; Hippocr.; Arist. de incess. an. 9; πτιλόνωτος Antiphan. 8 (IX, 256). – Ein anderes großes Thier in Indien dieses Namens erwähnt D. Sic. 3, 71; ὑψικάρηνος Nonn. D. 18, 237; vgl. Apolld. 1, 2, 1 u. κάμπος.
Greek (Liddell-Scott)
κάμπη: (παροξύτ.), ἡ, «κάμπια», Λατ. eruca, Ἱππ. 263. 36, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ μεταξοσκώληκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 10, κτλ. ΙΙ. μυθῶδές τι Ἰνδικὸν τέρας, Διόδ. 3. 72, Νόνν. Δ. 18. 237. Πρβλ. κάμπος. (Πρβλ. τὸ ἐν Βέδαις kapanâ (σκώληξ, κάμπη)· ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς σχέσεως τῆς λέξεως πρὸς τὸ κάμπτω, ἄν καὶ εἶναι δύσκολον νὰ ἀμφιβάλλῃ τις περὶ αὐτοῦ, πρβλ. τὴν παρατήρησιν τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. Ζ. Πορείας 7, 5, τὰ ἄποδα δυσὶ χρώμενα προέρχεται καμπαῖς, κτλ.).
Greek Monolingual
(I)
ἡ (AM κάμπη)
βλ. κάμπια.———————— (II)
κάμπη, ἡ (Α)
μυθικό τέρας της Ινδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αποτελεί πιθ. δάνεια λ. ή ίσως και ταυτίζεται με το κάμπη (Ι)].
Russian (Dvoretsky)
κάμπη: ἡ1) гусеница Arst.;
2) кампа (баснословное чудовище в Ливии, убитое Дионисом) Diod.