καρηβαρικός: Difference between revisions
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
(19) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρηβαρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρηβαρικόν</i><br />η [[καρηβαρία]], ο [[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρής]] ή <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρία]]]. | |mltxt=[[καρηβαρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρηβαρικόν</i><br />η [[καρηβαρία]], ο [[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρής]] ή <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρία]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρηβᾰρικός:''' ударяющий в голову, пьянящий (ὁ [[κρίθινος]] [[οἶνος]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A subject to headache, Hp.Epid.3.17.<*>; τὸ -κόν, = καρηβαρία, Telecl. 47. II causing headache, οἶνος Hp.Acut.50, Arist.Fr.106; νότος Hp.Aph.3.5:—so κᾰρηβᾰρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ, οἶνος Sch.Ar.Pl.808.
German (Pape)
[Seite 1327] ή, όν, Kopfschmerz verursachend; οἶνος Hippocr. bei Ath. II, 45 f; νότοι S. Emp. adv. mus. 49; – καρηβαρικὸν πάθος, Kopfschmerz, Teleclid. Poll. 2, 41.
Greek Monolingual
καρηβαρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει πονοκέφαλο
2. αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρηβαρικόν
η καρηβαρία, ο πονοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρηβαρής ή < καρηβαρία].
Russian (Dvoretsky)
καρηβᾰρικός: ударяющий в голову, пьянящий (ὁ κρίθινος οἶνος Arst.).