κατάκρουσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάκρουσις]], ἡ (Α)<br />[[κατακρούω]]<br /><b>1.</b> ώθηση από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> το [[τίναγμα]]. | |mltxt=[[κατάκρουσις]], ἡ (Α)<br />[[κατακρούω]]<br /><b>1.</b> ώθηση από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> το [[τίναγμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάκρουσις:''' εως ἡ отталкивание, оттеснение или противодействие (ἡ [[ἄνωθεν]] κ. Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A downward pressure, Arist.Pr.874b12, 963b9. II shock, λαμβάνειν κ. ἐκ πληγῆς Ph.Bel.80.6.
German (Pape)
[Seite 1357] ἡ, das Herab-, Zurückstoßen, der Stoß, Arist. Probl. 3, 25 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρουσις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ κάτω κροῦσις, ὤθησις ἰσχυρά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 25, 1., 33. 17. ΙΙ. σεῖσις, τὸ σείεσθαι, Φίλων Βελοπ.
Greek Monolingual
κατάκρουσις, ἡ (Α)
κατακρούω
1. ώθηση από πάνω προς τα κάτω
2. το τίναγμα.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρουσις: εως ἡ отталкивание, оттеснение или противодействие (ἡ ἄνωθεν κ. Arst.).