κατάρδω: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάρδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βρέχω]], [[ποτίζω]] («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> [[ραντίζω]]<br /><b>3.</b> [[επαινώ]] («[[οὔτε]] πανουργῶν, [[οὔτε]] κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τα ποιήματα του Αισχύλου) [[παρασύρω]] ως [[χείμαρρος]] («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄρδω]] «[[ποτίζω]]»]. | |mltxt=[[κατάρδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βρέχω]], [[ποτίζω]] («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> [[ραντίζω]]<br /><b>3.</b> [[επαινώ]] («[[οὔτε]] πανουργῶν, [[οὔτε]] κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τα ποιήματα του Αισχύλου) [[παρασύρω]] ως [[χείμαρρος]] («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄρδω]] «[[ποτίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατάρδω:''' μέλ. <i>-άρσω</i>, [[ποτίζω]]· μεταφ., [[ραντίζω]] ως έπαινο, [[επαινώ]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A water, Θρῄκην (-ης codd. Ath.) Antiph.105, cf. D.H.2.2. 2 besprinkle, πολυτελείᾳ τῶν ἀλειμμάτων J.AJ11.6.2 (Pass.): metaph., besprinkle with praise, Ar.Ach.658; also, to be swept along, Χειμάρρῳ οἷα -αρδόμενα, of the poetry of Aeschylus, AP7.411 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 1374] benetzen; vom Flusse, der ein Land bewässert, τινός Antiphan. bei Ath. VII, 300 c; τοὺς κατάρδοντας τὴν γῆν ποταμούς D. Hal. 2, 2; übertr., χειμάῤῥῳ οἷα καταρδόμενα γράμματα Diosc. 17 (VII, 411); mit Lob überschütten, Ar. Ach. 658, nach Schol. καταβρέχων ὑμᾶς τοῖς ἐπαίνοις.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρδω: ποτίζω, ἰδίως ἐπὶ ποταμῶν, Στρυμὼν κατάρδων Θρῄκην Ἀντιφάν. ἐν «Θαμύρ.» 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 2˙- μεταφορ., ῥαντίζω μὲ ἔπαινον ἐπαινῶ, οὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων (Σχολ. «καταχέων ὑποσχέσεις καὶ καταβρέχων ἐπαίνοις ὑμᾶς ὡς φυτά») Ἀριστοφ. Ἀχ. 658, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 411˙ «κατάρδειν˙ οὐ μόνον ποτίζειν ἀλλὰ καὶ εὐφραίνειν ὡς τὸ ἰαίνειν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
arroser ; fig. inonder, saturer.
Étymologie: κατά, ἄρδω.
Greek Monolingual
κατάρδω (Α)
1. βρέχω, ποτίζω («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.)
2. ραντίζω
3. επαινώ («οὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», Αριστοφ.)
4. (για τα ποιήματα του Αισχύλου) παρασύρω ως χείμαρρος («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄρδω «ποτίζω»].
Greek Monotonic
κατάρδω: μέλ. -άρσω, ποτίζω· μεταφ., ραντίζω ως έπαινο, επαινώ, σε Αριστοφ.