καταλούομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταλούομαι]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «καταλόει μου τὸν βίον» — σπαταλάς την [[περιουσία]] μου, τή σκορπάς σαν το [[νερό]] στο [[λουτρό]] (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[καταλούομαι]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «καταλόει μου τὸν βίον» — σπαταλάς την [[περιουσία]] μου, τή σκορπάς σαν το [[νερό]] στο [[λουτρό]] (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταλούομαι:''' Μέσ., [[ξοδεύω]] σε [[λουτρό]], <i>καταλόει</i> ([[χάριν]] μέτρου αντί <i>-λούει</i>), σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλούομαι Medium diacritics: καταλούομαι Low diacritics: καταλούομαι Capitals: ΚΑΤΑΛΟΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kataloúomai Transliteration B: katalouomai Transliteration C: kataloyomai Beta Code: katalou/omai

English (LSJ)

Med.,

   A spend in bathing, καταλόει [prob. cj. for -λούει] μου τὸν βίον Ar.Nu.838.

Greek (Liddell-Scott)

καταλούομαι: μέσ., δαπανῶ εἰς λουτρόν, ὡς ὕδωρ χύνω τὰ χρήματα, καταλόει χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ καταλούει μου τὸν βίον Ἀριστοφ. Νεφ. 838.

French (Bailly abrégé)

dépenser, gaspiller en frais de bains.
Étymologie: κατά, λούω.

Greek Monolingual

καταλούομαι (Α)
φρ. «καταλόει μου τὸν βίον» — σπαταλάς την περιουσία μου, τή σκορπάς σαν το νερό στο λουτρό (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

καταλούομαι: Μέσ., ξοδεύω σε λουτρό, καταλόει (χάριν μέτρου αντί -λούει), σε Αριστοφ.