κατεπίθυμος: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατεπίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] σφοδρά («καὶ ἦν [[κατεπίθυμος]] | |mltxt=[[κατεπίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] σφοδρά («καὶ ἦν [[κατεπίθυμος]] τοῦ συγγενέσθαι μετ' αὐτῆς», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπί</i>-<i>θυμος</i> «[[πλήρης]] επιθυμίας»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
English (LSJ)
ον,
A very eager, c. inf., LXX Ju.12.16.
German (Pape)
[Seite 1396] sehr wünschend, verlangend, Iudith. 12, 16.
Greek (Liddell-Scott)
κατεπίθῡμος: -ον, λίαν ἐπιθυμῶν, μετ’ ἀπαρ., Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ιβ΄, 16).
Greek Monolingual
κατεπίθυμος, -ον (Α)
αυτός που επιθυμεί κάτι σφοδρά («καὶ ἦν κατεπίθυμος τοῦ συγγενέσθαι μετ' αὐτῆς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπί-θυμος «πλήρης επιθυμίας»].