κάχληκας: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[κάχληξ]], Α και [[κόχλαξ]])<br />στρογγυλό [[λιθάρι]] τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, [[χαλίκι]], [[βότσαλο]], [[κοχλάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε [[ονοματοποιία]] και συνδέεται με το [[καχλάζω]] «[[βουίζω]], [[κοχλάζω]]». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. -<i>ηξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νάρθ</i>-<i>ηξ</i>, <i>τράπ</i>-<i>ηξ</i>). Κατά μια [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. <i>κάχλη</i>, [[μαζί]] με τη λατ. <i>calx</i> «[[χαλίκι]]», [[είναι]] δάνεια αιγαιακά (ίσως προελλην. γλωσσικού υποστρώματος), <b>[[πρβλ]].</b> [[χάλιξ]]. Ο τ. [[κόχλαξ]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. σχηματισμένος ίσως κατ' επίδρασιν του [[κόχλος]] «[[κοχλίας]], [[σαλίγκαρος]]»].
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[κάχληξ]], Α και [[κόχλαξ]])<br />στρογγυλό [[λιθάρι]] τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, [[χαλίκι]], [[βότσαλο]], [[κοχλάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε [[ονοματοποιία]] και συνδέεται με το [[καχλάζω]] «[[βουίζω]], [[κοχλάζω]]». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. -<i>ηξ</i> ([[πρβλ]]. <i>νάρθ</i>-<i>ηξ</i>, <i>τράπ</i>-<i>ηξ</i>). Κατά μια [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. <i>κάχλη</i>, [[μαζί]] με τη λατ. <i>calx</i> «[[χαλίκι]]», [[είναι]] δάνεια αιγαιακά (ίσως προελλην. γλωσσικού υποστρώματος), [[πρβλ]]. [[χάλιξ]]. Ο τ. [[κόχλαξ]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. σχηματισμένος ίσως κατ' επίδρασιν του [[κόχλος]] «[[κοχλίας]], [[σαλίγκαρος]]»].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ)
στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. -ηξ (πρβλ. νάρθ-ηξ, τράπ-ηξ). Κατά μια άλλη άποψη, η λ. κάχλη, μαζί με τη λατ. calx «χαλίκι», είναι δάνεια αιγαιακά (ίσως προελλην. γλωσσικού υποστρώματος), πρβλ. χάλιξ. Ο τ. κόχλαξ είναι μεταπλασμένος τ. σχηματισμένος ίσως κατ' επίδρασιν του κόχλος «κοχλίας, σαλίγκαρος»].