κεφαλίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(20)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφαλίδιον''': τὸ, ὑποκορ, τοῦ [[κεφαλή]], [[Πολυδ]]. Β΄, 42.
|lstext='''κεφαλίδιον''': τὸ, ὑποκορ, τοῦ [[κεφαλή]], Πολυδ. Β΄, 42.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεφαλίδιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> μικρό [[κεφάλι]], [[κεφαλάκι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κεφαλίδια</i><br />[[είδος]] φαγητού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραμ</i>-[[ίδιον]], <i>φιαλ</i>-[[ίδιον]])].
|mltxt=[[κεφαλίδιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> μικρό [[κεφάλι]], [[κεφαλάκι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κεφαλίδια</i><br />[[είδος]] φαγητού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραμ</i>-[[ίδιον]], <i>φιαλ</i>-[[ίδιον]])].
}}
}}

Revision as of 20:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλίδιον Medium diacritics: κεφαλίδιον Low diacritics: κεφαλίδιον Capitals: ΚΕΦΑΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kephalídion Transliteration B: kephalidion Transliteration C: kefalidion Beta Code: kefali/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of κεφαλή, Poll.2.42; as an article of food, POxy.1656.22 (pl., iv/v A.D.).

German (Pape)

[Seite 1428] τό, dim. von κεφαλή, Köpfchen, Poll. 2, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλίδιον: τὸ, ὑποκορ, τοῦ κεφαλή, Πολυδ. Β΄, 42.

Greek Monolingual

κεφαλίδιον, τὸ (Α)
1. μικρό κεφάλι, κεφαλάκι
2. στον πληθ. τα κεφαλίδια
είδος φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κεραμ-ίδιον, φιαλ-ίδιον)].