κληρονόμημα: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κληρονόμημα]]) [[κληρονομώ]]<br />η [[κληρονομία]], αυτό που κληρονομεί [[κάποιος]]. | |mltxt=το (Α [[κληρονόμημα]]) [[κληρονομώ]]<br />η [[κληρονομία]], αυτό που κληρονομεί [[κάποιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κληρονόμημα:''' -ατος, τό, [[κληρονομιά]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A inheritance, Luc.Tyr.6.
German (Pape)
[Seite 1451] τό, das durchs Loos Zugetheilte, die Erbschaft, Luc. Tyrannicid. 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κληρονόμημα: τό, κληρονομία, Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
héritage.
Étymologie: κληρονομέω.
Greek Monolingual
το (Α κληρονόμημα) κληρονομώ
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.
Greek Monotonic
κληρονόμημα: -ατος, τό, κληρονομιά, σε Λουκ.