κιρσώδης: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(20) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[κιρσώδης]], -ῶδες) [[κιρσός]]<br /><b>1.</b> [[κιρσοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] κιρσούς. | |mltxt=-ες (Α [[κιρσώδης]], -ῶδες) [[κιρσός]]<br /><b>1.</b> [[κιρσοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] κιρσούς. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κιρσώδης -ες geneesk. als een spatader. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A = κιρσοειδής, Hp.Prorrh.2.10, Gal.UP14.7 (Comp.), 10.
German (Pape)
[Seite 1442] ες, = κιρσοειδής, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κιρσώδης: -ες, = κιρσοειδής, Ἱππ. 94C, Γαλην.
Greek Monolingual
-ες (Α κιρσώδης, -ῶδες) κιρσός
1. κιρσοειδής
νεοελλ.
αυτός που είναι γεμάτος κιρσούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιρσώδης -ες geneesk. als een spatader.