κοΐ: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοΐ (Α)<br />κωμική [[απομίμηση]] του γρυλλισμού ή της κραυγής μικρών χοίρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ.].
|mltxt=κοΐ (Α)<br />κωμική [[απομίμηση]] του γρυλλισμού ή της κραυγής μικρών χοίρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοΐ:''' Κωμική [[λέξη]], για να εκφράσει το γρύλλισμα των νεαρών χοίρων, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοΐ Medium diacritics: κοΐ Low diacritics: κοί Capitals: ΚΟΙ
Transliteration A: koḯ Transliteration B: koi Transliteration C: koi Beta Code: koi/+

English (LSJ)

onomatop., to express the

   A squeaking of young pigs, Ar.Ach. 780, cf. Hdn.Gr.1.505.

Greek (Liddell-Scott)

κοΐ: ὀνοματοπ., πρὸς ἔκφρασιν τῆς κραυγῆς τῶν χοιριδίων, «ποιὰ τῶν δελφακίων φωνὴ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 780.

French (Bailly abrégé)

interj.
onomatopée pour imiter le couinement du porc.
Syn. γοῖ γοῖ.

Greek Monolingual

κοΐ (Α)
κωμική απομίμηση του γρυλλισμού ή της κραυγής μικρών χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].

Greek Monotonic

κοΐ: Κωμική λέξη, για να εκφράσει το γρύλλισμα των νεαρών χοίρων, σε Αριστοφ.